μούλός

μούλός
α, ικο внебрачный, незаконнорождённый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μούλός" в других словарях:

  • μούλος — α, ικο αυτός που προέρχεται από μη νόμιμο γάμο, νόθος, μπάσταρδος («και τόν ακολουθούσανε πολλοί, μούλες και μούλοι», Γρυπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mulus «ημίονος νόθος»] …   Dictionary of Greek

  • μούλος, -α, -ικο — (λ. λατ.), νόθος, μπάσταρδος, μούλικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • мул — I I ил , южн., зап., муль ж. мутная вода , яросл., также название реки Мулянка, перм., укр. мул, блр. муль, сербохорв. му̑љ alluvio , чеш. mulа ил, тина , польск. muɫ ил . Возм., родственно лит. maulioti замазаться (при плаче) , mauliotis… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • μουλάρι — Γενική ονομασία των ζώων που προέρχονται από διασταύρωση αλόγου και θηλυκού γαϊδάρου (γαϊδουρομούλαρο) ή γαϊδάρου και φοράδας (μουλάρι). Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται το καθεαυτό μ., το γνωστό με την επιστημονική ονομασία ημίονος ο γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

  • μούλικος — η, ο [μούλος] νόθος, μπάσταρδος …   Dictionary of Greek

  • πολύσπορος — η, ο / πολύσπορος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλούς σπόρους, καρποφόρος, γόνιμος νεοελλ. (με υβριστική σημ.) αυτός που δεν γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, μούλος, μπάσταρδος αρχ. αυτός που καθιστά κάποιον γόνιμο. επίρρ... πολύσπορα/ πολυσπόρως ΝΜΑ με… …   Dictionary of Greek

  • Γασμούλοι — Ονομασία με την οποία χαρακτήριζαν οι Βυζαντινοί, κυρίως στην Πελοπόννησο, τα άτομα που είχαν γεννηθεί από γάμους Ελλήνων και Φράγκων. Πιθανότατα ο όρος προέρχεται από τη γαλλική λέξη gas, έναν παλαιότερο τύπο της λέξης garçon (δηλαδή αγόρι) και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»